Διαιτητικές συστάσεις για άτομα άνω των 65 ετών
Για τα άτομα της τρίτης ηλικίας (65+) οι συστάσεις όσον αφορά το επιθυμητό βάρος, το διαιτητικό σχήμα που πρέπει να ακολουθούν αλλά και την άσκηση που τα ωφελεί, διαφοροποιούνται σε σχέση με νεαρότερες ηλικίες.
Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), που είναι το βάρος δια το τετράγωνο του ύψους, πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 25 - 30 και όχι από 18,5 - 25 που είναι από 20 ετών και άνω. Φαίνεται ότι σε αυτά τα όρια υπάρχει ο μικρότερος κίνδυνος συνολικής θνησιμότητας, ακόμα και από άτομα μικρότερου σωματικού βάρους.
Επιπλέον, σε άτομα άνω των 65 είναι σημαντικό να αξιολογούμε την οστεο-σαρκοπενική παχυσαρκία, δηλαδή να αξιολογούμε ξεχωριστά την οστική πυκνότητα, το ποσοστό του μυικού ιστού και το σωματικό λίπος για να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Αυτή η αξιολόγηση είναι σημαντική γιατί σε αυτές τις ηλικίες, λόγω περιορισμένη κινητικότητας, χάνεται εύκολα ο μυικός ιστός, ειδικά εάν κάποιο άτομο ακολουθεί δίαιτα (καταβολική δράση της δίαιτας) και επιπλέον είναι σημαντική και η φυσιολογική φθορά του σκελετού. Για αυτό το λόγο συστήνεται η άσκηση με αντιστάσεις και όχι η αερόβια σε αυτές τις ηλικίες για διατήρηση ή και αύξηση του μυικού ιστού.
Επιπλέον, φαίνεται ότι υπάρχουν σημαντικά οφέλη από την αυξημένη πρόσληψη ασβεστίου για την πρόληψη ή και την καθυστέρηση εμφάνισης οστεοπόρωσης στην τρίτη ηλικία. Εμπλουτίζοντας την διατροφή, λοιπόν σε τρόφιμα πλούσια σε ασβέστιο ή εμπλουτισμένα, μπορεί να υπάρξουν σημαντικά οφέλη για την σκελετική υγεία του ατόμου, αναφερόμενη πάντα σε υγιή πληθυσμό και πάντα συμβουλευόμαστε τον γιατρό μας.
Τέλος, οι συστάσεις για την πρόσληψη πρωτεϊνών είναι για υγιείς ηλικιωμένους 1 - 1,2 γρ. ανά κιλό αρχικού σωματικού βάρους και για άτομα σε οξεία ή χρόνια νόσο 1,2-1,5 γρ. ανά κιλό αρχικού σωματικού βάρους, σε αντίθεση με υγιείς ενήλικους που οι συστάσεις είναι 0,8 - 1 γρ. ανά κιλό αρχικού σωματικού βάρους. Η πρόσληψη αυτή, είναι σημαντικό να είναι κατανεμημένη και στα τρία κύρια γεύματα της ημέρας (πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό) για να επιτευχθεί η μέγιστη αναβολική δράση, ώστε να περιοριστεί η απώλεια του μυικού ιστού.